ἀκρήβης

ἀκρήβης
ἀκρ-ήβης, ου, ,
A youth in his prime, AP 6.71 (Paul. Sil.), 12.124 ([place name] Artemo).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ακρήβης — ἀκρήβης, ο (AM) (Α και ἄκρηβος, ον) αυτός που βρίσκεται στην ακμή τής ηλικίας του, στον ανθό τής νιότης του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκρο (Ι) + ἥβη] …   Dictionary of Greek

  • ἀκρήβης — youth in his prime masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκρήβαις — ἀκρήβης youth in his prime masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκρήβην — ἀκρήβης youth in his prime masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”